εὐνουχισμοῦ

εὐνουχισμοῦ
εὐνουχισμός
castration
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αζουλισιά — ή αζουλησιά, η [αζούλιστος] λέξη που δηλώνει την έλλειψη ευνουχισμού στα ζώα …   Dictionary of Greek

  • καταθλαδία — καταθλαδία, ἡ (Α) φρ. «καταθλαδία ποινή» η ποινή τού ευνουχισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταθλῶ με τη σημασία «ευνουχίζω». Πρβλ. θλαδιώ «ευνουχίζω» και θλαδίας «ευνούχος» < θλῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”